Τα Χαρισματικά παιδιά είναι “μικροί άνθρωποι”. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί που επιχειρούν να τα περιγράψουν αλλά κανένας δεν είναι ακριβής.
Αυτό συμβαίνει γιατί τα Χαρισματικά παιδιά δεν συνιστούν μία ομοιογενή ομάδα, παρά αποτελούν ένα σύνολο ανθρώπων που μοιράζονται, σ’ έναν βαθμό, κάποια κοινά χαρακτηριστικά.
Ο λόγος που αξίζει να γίνει η αναγνώριση και η επισήμανση των Χαρισματικών παιδιών δεν είναι ο διαχωρισμός τους από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο, αλλά η ανάδειξη των ιδιαίτερων αναγκών που παρουσιάζουν τόσο στο οικογενειακό πλαίσιο όσο και στο σχολικό περιβάλλον. Για να έχει νόημα η οποιαδήποτε διάκριση, είναι σημαντικό να την ανάγουμε στο επίπεδο των αναγκών που την καθιστούν απαραίτητη, ανάγκες οι οποίες εγείρονται από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της κοινωνικής ομάδας.
Τα Χαρισματικά Παιδιά προσπαθούν να ισορροπήσουν σε ένα ποδήλατο που έχει μία ρόδα μεγάλη και μία ρόδα μικρή. Αυτές οι ασύγχρονες γνωστικές και συναισθηματικές ανάγκες είναι ο πυρήνας της ιδιαιτερότητάς τους.
Η δυσκολία στην ανατροφή ενός Χαρισματικού παιδιού προκύπτει από το γεγονός ότι τα παιδιά αυτά δεν έχουν συνηθισμένες συμπεριφορές και επομένως πρέπει να προσαρμόζουμε την στάση μας κατά περίπτωση.
Οι γονείς πρέπει να χτίσουν μία ουσιαστική σχέση και να ξεφύγουν από την πεπατημένη.
Τα Χαρισματικά παιδιά στο σχολείο μπορεί να είναι καλοί μαθητές, μπορεί όμως και όχι. Μπορεί να είναι αδιάφορα και αμέτοχα, μπορεί να κάνουν φασαρία, όπως είναι πιθανό και να ασχολούνται με δικές τους ανησυχίες την ώρα του μαθήματος, αρκετά προχωρημένες για την ηλικία τους.
Παρέχουμε σφαιρικά ψυχομετρικά προφίλ που αποτυπώνουν την εικόνα και το δυναμικό του παιδιού βάσει των οποίων κάνουμε στοχευμένες παρεμβάσεις και βγάζουμε εξατομικευμένους στόχους για κάθε παιδί!
Τα Χαρισματικά παιδιά έχουν υψηλή αντιληπτική ικανότητα, δυνατότητα για υπερυψηλές επιδόσεις σε μία πληθώρα αντικειμένων, συνήθως έχουν εσωτερικό σημείο προσδιορισμού και ισχυρά κίνητρα. Ως επί το πλείστον, παρουσιάζουν συναισθηματική σταθερότητα και ηγετικά χαρακτηριστικά.
Ενδείξεις για την επισήμανση των παιδιών αυτών αποτελούν: η περιέργεια να επεξεργαστούν τον περίγυρο τους, το ανεπτυγμένο λεξιλόγιο, το υψηλό αίσθημα δικαίου, η ευαισθησία στις έννοιες του καλού και του κακού, η ωριμότητα και το χιούμορ. Φυσικά, δεν είναι απαραίτητο ένα παιδί να έχει το σύνολο των παραπάνω χαρακτηριστικών για να είναι Χαρισματικό.
Το κύριο χαρακτηριστικό των Χαρισματικών παιδιών είναι ότι έχουν ασύγχρονες γνωστικές και συναισθηματικές ανάγκες. Συναισθηματικά βρίσκονται στην ηλικία τους, ενώ γνωστικά βρίσκονται κάποια χρόνια μπροστά. Αυτό ενδέχεται να κάνει την ισορροπία τους αρκετά δύσκολη. Βιώνουν σε μεγάλο βαθμό αποξένωση και το αίσθημα ότι ο περίγυρος τους αδυνατεί να τα κατανοήσει.
Ένα παιδί δεν επισημαίνεται ως Χαρισματικό απλά και μόνο επειδή έχει έναν υψηλό δείκτη ευφυΐας (IQ). Απαιτείται μία πιο σφαιρική προσέγγιση για να δεις εάν ένα παιδί έχει την απαραίτητη δημιουργικότητα, τον τρόπο να περάσει από την ιδέα στην πράξη, τη συγκέντρωση, την ευελιξία και την ανθεκτικότητα που χρειάζεται. Σίγουρα ένα ψυχομετρικό εργαλείο (test IQ) μπορεί να σου δώσει μία πρώτη εικόνα για τον δείκτη ευφυΐας, αλλά υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες προς διερεύνηση.
Η άποψη που επικρατούσε για χρόνια, ότι το παιδί θα στιγματιστεί και θα περιθωριοποιηθεί αν μάθει ότι διαφέρει από τα άλλα παιδιά, πλέον θεωρείται παρωχημένη. Το παιδί, είτε του το επιβεβαιώσουμε είτε όχι, αισθάνεται διαφορετικό και αρχίζει, με τον καιρό, να πιστεύει ότι έχει πρόβλημα. Με το να πείσουμε το παιδί ότι δεν αποκλίνει σημαντικά, δεν σημαίνει ότι το βοηθάμε να αντιπαρέλθει την κατάσταση ή ότι η απόστασή του από τη μέση έκφραση θα μικρύνει. Απλά θα έχουμε διαχειριστεί την έκφανση του προβλήματος και θα έχουμε μετατοπίσει την αντιμετώπιση του για αργότερα.
Το μόνο που πετυχαίνουν οι γονείς με το να υποβαθμίζουν την αίσθηση που έχει το παιδί για τη διαφορετικότητά του είναι να παρατείνουν την αβεβαιότητά του και, όταν το παιδί αντιληφθεί πραγματικά τις δυνατότητές του, να έχουν σπάσει τον δεσμό εμπιστοσύνης και τον δίαυλο επικοινωνίας μαζί του.
Η διαχείριση της ιδιαιτερότητας του, από μέρους του παιδιού, αποτελεί βασικό κεφάλαιο ωρίμανσης, διαμόρφωσης του χαρακτήρα και διαπαιδαγώγησής του. Με το να του στερήσουμε αυτή τη “μάχη” ουσιαστικά το “ευνουχίζουμε” και του στερούμε τη δυνατότητα να γαλουχήσει την προσωπικότητά του. Ο μόνος δόκιμος τρόπος να αντιμετωπίσει το παιδί αυτή την κατάσταση είναι να αντιληφθεί πραγματικά τις δυνατότητές του, να τις αποδεχτεί, να μάθει να τις διαχειρίζεται, για να φτάσει να τις αξιοποιήσει.
Οι γονείς αγαπάνε το παιδί, αλλά αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ότι το καταλαβαίνουν κιόλας. Το αίσθημα του παιδιού, ότι δεν το καταλαβαίνουν, δεν είναι πάντοτε αβάσιμο και οι γονείς δεν είναι πάντοτε σε θέση, βιωματικά ή επαγωγικά, να καταλάβουν πώς νιώθει το παιδί. Αρχικά, χρειάζεται να το αποδεχτούν αυτό σαν γεγονός και στη συνέχεια να αφήσουν χώρο στο παιδί να βρει κάποιον με τον οποίον να μοιράζονται κοινά ενδιαφέροντα και ανησυχίες.
Σε αυτό εξυπηρετούν και τα πολλά και διαφορετικά ενδιαφέροντα και δραστηριότητες που πρέπει να περάσουν από τα χέρια του παιδιού. Μέσα από αυτά θα βρει ανθρώπους που θα αισθάνεται ότι το καταλαβαίνουν καλύτερα. Είναι πολύ σημαντικό να δώσουμε αυτές τις διεξόδους στο παιδί τόσο για την ψυχική του υγεία όσο και για να καλύψει την ανάγκη του ανήκειν που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο. Εάν κάτι τέτοιο δε συμβεί, τα παιδιά είναι επιρρεπή τόσο σε παράταιρες όσο και σε παραβατικές συμπεριφορές.
Η κοινωνία αποτελεί τη μέση έκφραση όσων την απαρτίζουν και επομένως ένα Χαρισματικό παιδί, εξ’ ορισμού, εφόσον απέχει σημαντικά από τον στατιστικό μέσο όρο, δε θα μπορούσε να αισθάνεται ταυτισμένο με αυτή. Οπότε, θα ήταν λάθος να πούμε ότι πρέπει να κομφορμιστεί στα κοινωνικά πρότυπα ώστε να ευτυχήσει. Περισσότερο το αντίθετο ισχύει. Το δικό του πρότυπο ευτυχίας διαφέρει από το “κοινώς” αποδεκτό και μάλλον μεταβάλλει την κοινωνία παρά την ακολουθεί. Είναι σημαντικό, όμως, το Χαρισματικό παιδί να αλληλεπιδρά με την κοινωνία. Να δημιουργεί δομές, να εκφράζεται μέσα στην κοινωνία, να οικειοποιείται τα προβλήματά της και να συνεισφέρει σε αυτή.
Δεν υπάρχει μαγικός αριθμός για το πόσες δραστηριότητες θα πρέπει να έχει κάθε παιδί. Θα πρέπει να του παρέχουμε τη δυνατότητα να αναλάβει όσες περισσότερες θέλει. Δεν πρέπει να φοβηθούμε ότι θα το φορτώσουμε πολύ, γιατί πάντα το παιδί είναι αυτό που θα δεχτεί ή θα αρνηθεί τελικά να κάνει αυτό που του προτείνουμε. Εν τέλει, θα περάσουν πάμπολλες ασχολίες από τα χέρια του και θα δει πάρα πολλά πράγματα. Τα περισσότερα από αυτά θα τα απορρίψει μετά από σύντομο χρονικό διάστημα, αλλά είναι σημαντικό να βρει τα 2-3 που θα κρατήσει, γιατί μέσα από αυτά θα βρει διαύλους επικοινωνίας και έκφρασης. Έτσι, θα αισθάνεται ότι ανήκει κάπου, όπως και ότι βρίσκει ανθρώπους που μοιράζονται κοινές ανησυχίες.
Προσπαθήστε να κρίνετε επί της ουσίας. Δεν έχει τόση σημασία πόση ώρα περνάει μπροστά στον υπολογιστή αλλά το τι κάνει εκεί! Υπάρχει ο κίνδυνος να προσπαθεί να καλύψει την αίσθηση απομόνωσης που νιώθει, δημιουργώντας έναν πλασματικό κόσμο και να ζει μέσα σε αυτόν. Να έχει δημιουργήσει ένα ψεύτικο προφίλ που να το κάνει να αισθάνεται πιο άνετα απ’ ότι με τον εαυτό του. Αυτό αναμφίβολα είναι αρνητικό.
Αντιθέτως, μπορεί να προγραμματίζει το επόμενο ρομπότ που θα ταξιδέψει στον Άρη. Σε αυτή την περίπτωση δεν κάνει κάτι κακό… Τα Χαρισματικά παιδιά, πέρα από τις ιδιαιτερότητες τους, είναι παιδιά. Θα ανοίξουν τον υπολογιστή, θα παίξουν, θα ψάξουν, θα δουν βίντεο, θα διαβάσουν. Σε όλα χρειάζεται μέτρο, αλλά αυτό που θα πρέπει να σας προβληματίζει δεν είναι οι ώρες που αναλώνεται το παιδί στον υπολογιστή, αλλά στο τι κάνει με αυτές.
Οι γονείς πρέπει να χτίσουν μία ουσιαστική σχέση και να ξεφύγουν από την πεπατημένη. Εκεί έγκειται και η δυσκολία στην ανατροφή ενός Χαρισματικού παιδιού· στο γεγονός ότι δεν έχουν ισχύ τα συνήθη μέτρα και σταθμά και πρέπει να δρούμε κατά περίπτωση κάθε φορά. Ένα παιδί μπορεί να μην έχει κάνει, για παράδειγμα, την ορθογραφία πριν πάει στο σχολείο και να μην πάρει καλό βαθμό. Μπορεί το παιδί να βρίσκει μονότονο και βαρετό να αντιγράφει το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά και να προτιμά αντ’ αυτού να φτιάξει μια ιστορία και ένα κόμικ με τις λέξεις της άσκησης, κάτι που είναι πιο δημιουργικό.
Εάν γνωρίζει την ορθογραφία και κάνει καλά γράμματα, έχει επιτευχθεί ο σκοπός της εργασίας, ανεξαρτήτως του βαθμού. Αντιθέτως, εάν το παιδί δεν αποδίδει στους στόχους της, πρέπει να του εξηγήσουμε πού αποσκοπεί η άσκηση και για ποιον λόγο πρέπει να την κάνει. Ας ανοίξουμε λίγο την οπτική μας, για να δούμε την ουσία και τις πραγματικές ανάγκες των Χαρισματικών παιδιών.
Τα Χαρισματικά παιδιά έχουν ισχυρό έρεισμα στη λογική τους. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να τους απευθυνόμαστε με επιχειρήματα. Μερικές φορές φαίνονται να είναι “ξεροκέφαλα”, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή έχουν αναπτύξει μια λογική της οποίας καλούμαστε να αναδείξουμε τα αδύναμα σημεία, τις ανακολουθίες και τους ακροβατισμούς, αν υπάρχουν, για να την αποδομήσουμε. Από την στιγμή που θα κάνουμε ένα λογικό συνειρμό που να οδηγεί από το Α στο Β είναι αναπόδραστο για το παιδί να φτάσει στο Β. Με οποιοδήποτε άλλο τρόπο – επίκληση στην αυθεντία: “έτσι είναι το σωστό, έτσι πρέπει” ή επίκληση στο συναίσθημα “γιατί δεν το κάνεις; δεν την αγαπάς τη μαμά;” –θα βρούμε σθεναρή αντίσταση.
Θα ήταν μεγάλο λάθος να περιορίσετε το παιδί στα δικά σας όρια ή να το στρέψετε, απαραίτητα, στο δικό σας γνωστικό πεδίο για να αισθάνεστε πιο άνετα. Η σωστή αντιμετώπιση είναι να παραδεχθείτε ότι κάτι δεν το γνωρίζετε. Δεν περιμένει κανείς από εσάς να γνωρίζετε τα πάντα. Εξίσου λάθος θα ήταν να ψάξετε να βρείτε την απάντηση σε αυτό που σας ρώτησε για να του την πείτε. Είναι προτιμότερο να μάθετε το παιδί να ψάχνει να βρει τις απαντήσεις στις ανησυχίες του, παρά να του τις προσφέρετε εσείς. Είναι σημαντικό για το παιδί να μάθει να ψάχνει μόνο του και είναι ενδεικτικό για το κατά πόσο εκφράζει πραγματικό ενδιαφέρον ή απλή περιέργεια, με τις ερωτήσεις του, το κατά πόσο θα το κάνει..
Σίγουρα και τα δύο είναι χρήσιμα και κάθε παιδί έχει να κερδίσει και από τις δύο διαδικασίες. Δεν μπορούμε όμως να παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι τα Χαρισματικά παιδιά έχουν μια διαφορετική οπτική. Ένα παιδί με διαφορετική οπτική σε μία τάξη, όταν λειτουργεί ως μονάδα, αντιμετωπίζεται ως αντίθετο και ξένο. Αν όμως μπει σε μια ομάδα, εκεί αυτομάτως γίνεται συμπληρωματικό, αποκτά ρόλο και τα υπόλοιπα παιδιά αναγνωρίζουν τη συνεισφορά του. Αρχίζουν να εκτιμούν τη διαφορετικότητα, γιατί αντιλαμβάνονται ότι από εκεί πηγάζουν καινούριες ιδιότητες για την ομάδα, κάτι που λειτουργεί προς όφελος όλων.
Το Χαρισματικό παιδί αναπτύσσει στρατηγικές επικοινωνίας με τα άλλα παιδιά, αρχίζει να εκτιμά τη δουλειά τους στην ομάδα, προσπαθεί να τα βοηθήσει να αναπτύξουν τις δεξιότητές τους και διαμορφώνει ηγετικά χαρακτηριστικά. Υπό αυτό το πρίσμα, είναι απαραίτητο να ομαδοποιούνται τα παιδιά ανάλογα με τα ενδιαφέροντα, τις κλίσεις και τις δεξιότητές τους, να συγκροτούν σύνολα με πολυποίκιλες ικανότητες που διαμορφώνουν ανομοιογενείς ομάδες. Ο καθένας μόνος του πάει πιο γρήγορα, μαζί με τους άλλους πάει πιο μακριά.
Χαρισματικά παιδιά που δεν έχουν αποδεχτεί την ιδιαιτερότητά τους, ενδέχεται να τα βρούμε να προσπαθούν να χωρέσουν στον μέσο όρο, θυσιάζοντας την προσωπική τους έκφραση, στην προσπάθειά τους να νιώσουν ότι ανήκουν κάπου και ότι δεν έχουν πρόβλημα. Αυτή η στρέβλωση πηγάζει από το γεγονός ότι το παιδί δεν έχει διαχειριστεί το αίσθημα αποξένωσης και δεν έχει αναπτύξει στρατηγικές επικοινωνίας με τους άλλους.
Τα Χαρισματικά παιδιά στο σχολείο μπορεί να είναι καλοί μαθητές, μπορεί όμως και όχι. Μπορεί να είναι αδιάφορα και αμέτοχα, μπορεί να κάνουν φασαρία, όπως είναι πιθανό και να ασχολούνται με δικές τους ανησυχίες την ώρα του μαθήματος, αρκετά προχωρημένες για την ηλικία τους. Τα Χαρισματικά παιδιά, ως επί το πλείστον, δεν καλύπτονται από το επίπεδο του μαθήματος του σχολείου. Εφόσον δεν υπάρχει μια ανώτερη στοχοθέτηση, που να ξεπερνά το επίπεδο του μαθήματος και να τα κινητοποιεί, καταναγκάζονται και αναλώνονται. Αν τα παιδιά δε δεχτούν αυτό τον ανιαρό ρόλο, θα ξεκινήσουν να διασκεδάζουν την κατάσταση μέσα στην τάξη, να επιδεικνύουν τις κοινωνικές του ικανότητες, διακωμωδώντας το μάθημα, να αδιαφορούν για την εκπαιδευτική διαδικασία και να παρουσιάζουν “διάσπαση προσοχής”.
Η έπαρση, που εμφανίζει ως συμπεριφορά, και το συγκρουσιακό πλαίσιο που δημιουργεί είναι η προσπάθεια να αποδείξει στον εαυτό του και στον περίγυρό του ότι δεν έχει πρόβλημα. Αυτή η αντίδραση δεν είναι προϊόν της γνώσης των δυνατοτήτων του, αλλά η παρενέργεια που δημιουργεί αυτό που βιώνει σε σχέση με αυτό που καλείται να δεχτεί. Είναι μία διαδικασία εκλογίκευσης. Όταν το παιδί γνωρίσει πραγματικά τις δυνατότητές του, τότε θα σταματήσει να τις επιδεικνύει και θα ξεκινήσει να κάνει κάτι με αυτές. Δεν είναι αφύσικο ένα παιδί να περάσει από τη φάση της αλαζονείας διερευνώντας τα όρια του. Θα του κοστίσει όμως στις διαπροσωπικές του σχέσεις, αν αφήσει την αλαζονεία να γίνει μόνιμο κομμάτι της ταυτότητάς του.